καθηγέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καθηγέομαι, συνηρ.: καθηγοῦμαι, ιωνικό κατηγέομαι
- είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω, ηγούμαι, καθοδηγώ
- πηγαίνω μπροστά και διδάσκω ένα πράγμα
- ξεκινώ να κάνω κάτι
- καθηγοῦμαι τοῦ λόγου
- είμαι ο πρώτος που κάνω κάτι, ιδρύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 722