ἡγέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἡγοῦμαι 
Παρατατικός  ἡγούμην 
Μέλλοντας  ἡγήσομαι - ἡγηθήσομαι 
Αόριστος  ἡγησάμην - ἡγήθην 
Παρακείμενος  ἤγημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-

ἡγέομαι, ἡγοῦμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ηγούμαι, άρχω, είμαι επικεφαλής, είμαι ηγέτης, είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω,καθοδηγώ
  2. πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]