καθηγουμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθηγουμένη < καθηγούμενος + -η < μεσαιωνική ελληνική καθηγούμενος (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική καθηγέομαι / καθηγοῦμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθηγουμένη θηλυκό
- (θρησκεία) (λόγιο) θηλυκό του καθηγούμενος
- (σπάνιο) (λόγιο) θηλυκό του καθηγούμενος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθηγουμένη
|