καλλιγραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλλιγραφῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλλιγραφώ < αρχαία ελληνική καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ < καλλι- + γράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλλιγραφώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]