καλοζυγισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοζυγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καλοζυγίζω. Αναλύεται σε καλο- + ζυγισμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
[επεξεργασία]καλοζυγισμένος, -η, -ο
- που έχει ζυγιστεί καλά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοζυγισμένος
|