καλόγνωμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλόγνωμη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καλόγνωμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλόγνωμη θηλυκό
- (ζωολογία) είδος μαλάκιου οστρακόδερμου (Arca noae)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Arca noae στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλόγνωμη