καμπυλόγραμμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμπυλόγραμμος < καμπύλ(ος) + -ό- + -γραμμος
Επίθετο
[επεξεργασία]καμπυλόγραμμος
- (γεωμετρία) που έχει ή σχηματίζει καμπύλες γραμμές
- (ουσιαστικοποιημένο) καμπυλόγραμμο:
- (γεωμετρία) καμπυλόγραμμο σχήμα
- όργανο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζουμε καμπύλες
- μορφές: καμπυλογράφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμπυλόγραμμος
|