κανάτας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανάτας < κανάτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανάτας αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μέθυσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανάτας
→ δείτε τη λέξη μέθυσος |