μέθυσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέθυσος < αρχαία ελληνική μέθυσος < μεθύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μέθυσος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Οι λέξεις που ακολουθούν είναι οικείες.

επίσης σε διάφορα νεοελληνικά ιδιώματα:[1]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Βραχιονίδου Μαρία, Οι μειωτικοί/υβριστικοί όροι για τα ανδρικά ‘ελαττώματα’ στις διαλέκτους και τη ΝΕΚ, (2016), Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 36: 66-76.