καραμελιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καραμελώνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καραμελιάζω < καραμέλα + -ιάζω

καραμελιάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]