καραμελώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καραμελιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καραμελώνω < καραμέλ(α) + -ώνω

καραμελώνω, αόρ.: καραμέλωσα, μτχ.π.π.: καραμελωμένος (χωρίς παθητική φωνή), προφορικό: παθητική φωνή: καραμελώνομαι)

  1. διασπώ τη ζάχαρη και τη μετατρέπω σε καραμέλα
  2. καλύπτω ή αναμιγνύω με καραμέλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καραμέλα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]