καρατομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρατομέω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρατομώ ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ευριπίδη < αρχαία ελληνική καρατομέω - καρατομῶ < κάρα (κεφάλι) + τέμνω

καρατομώ (παθητική φωνή: καρατομούμαι)

  1. αποκόπτω το κεφάλι, αποκεφαλίζω κάποιον
  2. (μεταφορικά) καθαιρώ την ηγεσία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]