καστορέλαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καστορέλαιο τα καστορέλαια
      γενική του καστορέλαιου των καστορέλαιων
    αιτιατική το καστορέλαιο τα καστορέλαια
     κλητική καστορέλαιο καστορέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καστορέλαιο < κάστορ(ας) + -έλαιο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική castor oil

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καστορέλαιο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]