καστρήσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
καστρήσιος, λέξη του 4ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castrensis< castr(a) +‎ -ēnsis με [en] > ήτα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < castrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱes- (κόβω, χωρίζω). Συγκρίνετε με το καστρένσιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

καστρήσιος, -ος, -ον

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός
  2. (επάγγελμα) αποθηκάριος
  3. (επάγγελμα) υπάλληλος στο αυτοκρατορικό δικαστήριο
  4. (επάγγελμα) υπάλληλος σε επισκοπή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κάστρον

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
καστρήσιος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καστρήσιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καστρήσιος αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .