καταδρομικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταδρομικό τα καταδρομικά
      γενική του καταδρομικού των καταδρομικών
    αιτιατική το καταδρομικό τα καταδρομικά
     κλητική καταδρομικό καταδρομικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταδρομικό < καταδρομή + -ικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταδρομικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καταδρομικό