καταδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- καταδρομικός < καταδρομ(ή) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]καταδρομικός
- που έχει σχέση με τις καταδρομές ή που χρησιμοποιείται γι' αυτές
- καταδρομικές επιχειρήσεις, καταδρομικά πλοία
- (ουσιαστικοποιημένο) καταδρομικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- καταδρομικός < κατάδρομ(ος) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]καταδρομικός
- (νεολογισμός) ο κατάδρομος ιχθύς, το κατάδρομο ψάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταδρομικός
|