καταπληκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπληκτικός < ελληνιστική κοινή καταπληκτικός < αρχαία ελληνική καταπλήσσω
Επίθετο
[επεξεργασία]καταπληκτικός -ή -ό
- πολύ καλός, εκπληκτικός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- καταπληκτικά
- καταπληκτικώς
- → δείτε τις λέξεις καταπλήσσω, κατά και πλήττω