chouette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

chouette (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. καταπληκτικός, φανταστικός
    Il est chouette ce livre ! - Eίναι καταπληκτικό αυτό το βιβλίο!

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chouette chouettes

chouette (fr) θηλυκό

  1. η κουκουβάγια