κατασκηνωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασκηνωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατασκηνωτής αρσενικό, κατασκηνώτρια θηλυκό
- αυτός που έχει διαμένει σε μια κατασκήνωση