camper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
camper | campers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camper (en)
- ο κατασκηνωτής, η κατασκηνώτρια
- (μέσο μεταφορών) (ΗΠΑ) το τροχόσπιτο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
camper | campers |
camper (fr)