camper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
camper campers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camper (en)

  1. ο κατασκηνωτής, η κατασκηνώτρια
  2. (μέσο μεταφορών) (ΗΠΑ) το τροχόσπιτο
     συνώνυμα: caravan, recreational vehicle, RV, motor home, trailer, travel trailer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ̃.pe/
      ενικός         πληθυντικός  
camper campers

camper (fr)