κατασκηνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατασκηνώνω < αρχαία ελληνική κατασκηνόω - κατασκηνῶ[1]

κατασκηνώνω, αόρ.: κατασκήνωσα, χωρίς παθητικούς τύπους[2]

  1. στήνω σκηνή και διαμένω στο ύπαιθρο
  2. διαμένω σε camping

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κατασκηνώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).