καυλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καυλώνω < από το ουσιαστικό καυλός

καυλώνω

στον προφορικό κυρίως λόγο, συναντάται και γκαυλώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]