καψιμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καψιμί ουδέτερο άκλιτο

  • ουσιαστικοποιημένη μορφή του αρκτικόλεξου ΚΨΜ

Συγγενικά

[επεξεργασία]