καψιμιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καψιμιτζής αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό, επάγγελμα) οπλίτης ή υπαξιωματικός που είναι ο πωλητής στο κέντρο ψυχαγωγίας στρατιωτικής μονάδας, το καψιμί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καψιμιτζής
|