καῦχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καῦχος ουδέτερο
- η καύχηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- καῦχος < ὁ καῦκος (στη σημασία: εραστής) με τροπή [k] > [x] < ἡ καῦκα < καυκοῦμαι / καυχοῦμαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καῦχος αρσενικό
- άλλη μορφή του καῦκος: ο αγαπητικός
Πηγές
[επεξεργασία]- καῦχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].