κελεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κελεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κελεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ceˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐λεύ‐ω

κελεύω, αόρ.: εκέλευσα όπως στην αρχαία κλίση του κελεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κελεύω < λείπει η ετυμολογία[1]

κελεύω

  1. παροτρύνω, παρακινώ
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 6.2
    ὅτε δὲ παρεδίδου ὁ Λύσανδρος τὰς ναῦς, ἔλεγε τῷ Καλλικρατίδᾳ ὅτι θαλαττοκράτωρ τε παραδιδοίη καὶ ναυμαχίᾳ νενικηκώς. ὁ δὲ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἐξ Ἐφέσου ἐν ἀριστερᾷ Σάμου παραπλεύσαντα, οὗ ἦσαν αἱ τῶν Ἀθηναίων νῆες, ἐν Μιλήτῳ τὰς ναῦς παραδοῦναι, καὶ ὁμολογήσειν θαλαττοκρατεῖν.
    και όταν ο Λύσανδρος παρέδωσε τα καράβια, είπε στον Καλλικρατίδα ότι το κάνει ως κυρίαρχος των θαλασσών και νικητής στη ναυμαχία. Ο Καλλικρατίδας εντούτοις του είπε να πλεύσει από την Έφεσο στα αριστερά της Σάμου, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά πλοία, και να παραδώσει το στόλο στην Μίλητο -τότε, είπε, θα τον παραδεχόταν για κυρίαρχο των θαλασσών
  2. διατάζω, παραγγέλλω
  3. ζητώ, αξιώνω
  4. παρακαλώ, ικετεύω
  1. Ο Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. πιθανολογεί από το ρήμα κέλομαι, αν και θεωρεί το -ευ- ανεξήγητο. Το θεωρεί επίσης συγγενικό με το κέλευθος και τελευτή