κεραμοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεραμοποιείο < κέραμος + -ο- + -ποιείο / κεραμοποιός + -είο < ελληνιστική κοινή κεραμοποιός < αρχαία ελληνική κέραμος + ποιέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεραμοποιείο ουδέτερο
- εργαστήριο ή εργοστάσιο, όπου κατασκευάζονται κεραμίδια, τούβλα κ.ά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κεραμοποιός, κεραμίδι και ποιώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεραμοποιείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιείο (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)