κεραμίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κεραμίδι, κεραμιδί, κεραμῖδι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεραμίδι τα κεραμίδια
      γενική του κεραμιδιού των κεραμιδιών
    αιτιατική το κεραμίδι τα κεραμίδια
     κλητική κεραμίδι κεραμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεραμίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεραμίδι(ν) < ελληνιστική κοινή κεραμίδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κεραμίς < κέραμος [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈmi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐μί‐δι
τονικά παρώνυμα: κεραμιδί, κεραμιδή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά κεραμίδια.

κεραμίδι ουδέτερο

  1. (οικοδομική) μικρό, λεπτό και καμπύλο ή επίπεδο πήλινο προϊόν που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη της στέγης των οικοδομών - τα κεραμίδια
  2. (μεταφορικά) η στέγαση, η εξασφάλιση
    Βάλε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου!
  3. (παρωχημένο, μεταφορικά) το γείσο του πηλίκιου
  4. για τοπωνύμια → δείτε τη λέξη Κεραμίδι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με θέμα κεραμιδ-

→ δείτε τη λέξη κέραμος για θέμα με κεραμ-

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κεραμίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεραμίδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κεραμίδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κεραμίς < κέραμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεραμίδι & κεραμίδιν ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κεραμίδι θηλυκό