κινόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινόνη | οι | κινόνες |
γενική | της | κινόνης | των | κινονών |
αιτιατική | την | κινόνη | τις | κινόνες |
κλητική | κινόνη | κινόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική quinone < quinic acid + -one < ισπανική quina < κέτσουα kina
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈno.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νό‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινόνη θηλυκό
- (χημεία) κατηγορία αρωματικών ενώσεων με δύο καρβονυλικές λειτουργικές ομάδες στον ίδιο εξαμελή δακτύλιο
- ※ Η Zhang και οι συνάδελφοί της προσπαθούσαν αρχικά να κατανοήσουν γιατί ένα μόριο σε σχήμα δακτυλίου που ονομάζεται κινόνη είναι σε θέση να «κλέβει» ηλεκτρόνια από τη φωτοσύνθεση. Οι κινόνες είναι κοινές στη φύση και μπορούν να δέχονται και να δίνουν εύκολα ηλεκτρόνια. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια τεχνική που ονομάζεται φασματοσκοπία υπερταχείας παροδικής απορρόφησης (ultrafast transient absorption spectroscopy), για να μελετήσουν πώς οι κινόνες συμπεριφέρονται στα φωτοσυνθετικά κυανοβακτήρια. (www.lifo.gr, 30.03.2023)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Quinone στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)