κλειδοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kli.ðoˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλειδοθήκη θηλυκό
- χώρος (όπως ντουλάπι ή κουτί σε τοίχο) για τοποθέτηση και φύλαξη κλειδιών
- μικρή θήκη τσέπης (συνήθως δερμάτινη ή υφασμάτινη) με μερικούς κρίκους στο εσωτερικό της απ' όπου κρέμονται κλειδιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χώρος για τοποθέτηση και φύλαξη κλειδιών
θήκη από την οποία κρέμονται κλειδιά