κληρονομιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κληρονομιαίος < μεσαιωνική ελληνική κληρονομιαῖος < αρχαία ελληνική κληρονομία
Επίθετο
[επεξεργασία]κληρονομιαίος, -α, -ο
- (λόγιο) προερχόμενος από κληρονομιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κληρονομιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κληρονομιαίος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)