κλωστοϋφαντουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλωστοϋφαντουργία < κλωστική + -ο- + υφαντουργία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλωστοϋφαντουργία θηλυκό
- η τέχνη του κλωστοϋφαντουργού
- η βιομηχανία που φτιάχνει κλωστές ή νήματα αλλά και υφάσματα
- άλλες μορφές: κλωστοϋφαντουργείο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- κλωστοβιομηχανία
- κλωστοϋφαντουργική
- κλωστοϋφαντήριο
- κλωστοϋφαντουργείο
- κλωστήριο
- κλωστοποίηση
- νηματουργείο
- νηματουργία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κλωστοϋφαντουργός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλωστοϋφαντουργία
|