κοκκαλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κοκκαλώνω < κόκκαλ(ο) + -ώνω, κοκαλώνω χωρίς ορθογραφική απλοποίηση
Ρήμα
[επεξεργασία]κοκκαλώνω
- ετυμολογική γραφή του κοκαλώνω
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοκαλώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκκαλώνω
→ δείτε τη λέξη κοκαλώνω |