κολαφίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολαφίζω < ελληνιστική κοινή κολαφίζω < αρχαία ελληνική κόλαφος < κολάπτω

κολαφίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]