ραπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ραπίζω < αρχαία ελληνική ῥάπισμα. < Από το ῥαπίς, ραβδί.

ραπίζω

Χτυπώ το μάγουλο με την παλάμη του χεριού.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]