κονστρουκτιβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονστρουκτιβισμός < γαλλική constructivisme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονστρουκτιβισμός αρσενικό
- (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα (στη ζωγραφική, γλυπτική κ.α.) με κύριο χαρακτηριστικό τις αφηρημένες κατασκευές, την απουσία συμβατικών αναπαραστάσεων αντικειμένων και την έμφαση στην απεικόνιση γεωμετρικών μορφών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονστρουκτιβισμός