κονστρουκτιβιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονστρουκτιβιστικός < κονστρουκτιβισμός + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]κονστρουκτιβιστικός
- (τέχνη) που έχει σχέση με τον κονστρουκτιβισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονστρουκτιβιστικός
|