κοντολογίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντολογίς < μεσαιωνική ελληνική κοντολογίς < κοντόλογος < κοντο- + λόγος + -ίς
Επίρρημα
[επεξεργασία]κοντολογίς
- με δυο λόγια, σύντομα