κοντο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοντο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντο- < κοντ(ός) + -ο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

κοντο-, κοντό- ή πρίν από φωνήεν: κοντ-


Σύνθετα

[επεξεργασία]

και μορφές

όπως ενδεικτικά

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοντο- < κοντ(ός) + -ο-


Πρόθημα

[επεξεργασία]

κοντο-, κοντό-

Σύνθετα

[επεξεργασία]

και μορφές

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]