κοντράτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοντράτο < ιταλική contratto (συμφωνία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοντράτο ουδέτερο

  • το συμφωνητικό, η συμφωνία, το συμβόλαιο
    Αφού στο υποσχέθηκα ότι θα παντρευτούμε, κοντράτο θες να κάνουμε τώρα;
    Έχε του εμπιστοσύνη. Ο λόγος του είναι κοντράτο!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]