κοπρισιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κοπρισιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπρισιά οι κοπρισιές
      γενική της κοπρισιάς των κοπρισιών
    αιτιατική την κοπρισιά τις κοπρισιές
     κλητική κοπρισιά κοπρισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπρισιά < (κοπρίζω) κοπρισ- + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.pɾiˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πρι‐σιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοπρισιά θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]