κοπρολάγνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπρολάγνος < κόπρος + λάγνος

Επίθετο

[επεξεργασία]

κοπρολάγνος

  • που νιώθει σεξουαλική ηδονή από την χρήση κοπράνων κατά τη σεξουαλική επαφή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]