κορδελιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορδελιάζω < κορδέλα + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική κορδέλα < βενετική cordela, υποκοριστικό του corda < λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koɾ.ðeˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐δε‐λιά‐ζω

κορδελιάζω

  1. ρελιάζω
  2. γαζώνω τα επιμέρους δέρματα ενός παπουτσιού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]