κουνενές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουνενές οι κουνενέδες
      γενική του κουνενέ των κουνενέδων
    αιτιατική τον κουνενέ τους κουνενέδες
     κλητική κουνενέ κουνενέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουνενές < άγνωστης ετυμολογίας πιθανόν να σχετίζεται με το κουνώ[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.neˈnes/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουνενές αρσενικό

  1. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) το βρέφος, νεογέννητο μωρό
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος ξεμωραμένος
  3. (μεταφορικά) μαμόθρεφτος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)