ξεμωραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμωραίνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]ξεμωραμένος, -η, -ο ( & ξαναμωραμένος)
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος που παρουσιάζει συμπτώματα άνοιας
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος ή μεσήλικας που ενεργεί με τρόπο τον οποίο οι άλλοι θεωρούν ανάρμοστο για την ηλικία του
- Γυρνάει με πιτσιρίκες ο ξεμωραμένος