κούρκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κούρκα < σλαβικής προέλευσης (ηχομιμητική λέξη) curca
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κούρκα θηλυκό και κούρκος αρσενικό
κούρκα θηλυκό και κούρκος αρσενικό