κούρκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κούρκος | οι | κούρκοι |
γενική | του | κούρκου | των | κούρκων |
αιτιατική | τον | κούρκο | τους | κούρκους |
κλητική | κούρκε | κούρκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κούρκος < σλαβικής προέλευσης (ηχομιμητική λέξη) curca + -ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κούρκος αρσενικό (θηλυκό κούρκα)