κραδαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κραδαίνω < αρχαία ελληνική κραδαίνω < κράδη
Ρήμα
[επεξεργασία]κραδαίνω (χωρίς συνοπτικούς χρόνους)
- κρατάω στο χέρι και κουνώ απειλητικά κάποιο πράγμα (υποθετικά ως όπλο το οποίο είμαι έτοιμος να χρησιμοποιήσω εναντίον του στόχου μου)
- ↪κραδαίνοντας το πιστόλι, ζήτησε το πορτοφόλι του θύματος