κρατώ τη θέση μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]κρατώ τη θέση μου
- συμπεριφέρομαι έτσι ακριβώς όπως υπαγορεύουν οι κοινωνικές συμβάσεις και ανάλογα με την κοινωνική μου θέση, δεν παρεκτρέπομαι
- (στρατιωτική έκφραση) υπερασπίζομαι μαχόμενος τη θέση μου, αμύνομαι προσπαθώντας να μην υποχωρήσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρατώ τη θέση μου
|