κυάμωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυάμωση οι κυαμώσεις
      γενική της κυάμωσης* των κυαμώσεων
    αιτιατική την κυάμωση τις κυαμώσεις
     κλητική κυάμωση κυαμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυαμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυάμωση < κύαμος + -ωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυάμωση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]